Τρίτη 30 Μαρτίου 2010

Γυναικείες αμαρτίες (Σαθροί στοχασμοί περί της αμαρτίας)

  Τον παλιό εκείνο καιρό που ήμασταν παιδιά και η παρουσία μας σ’ όλες τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας ήταν υποχρεωτική, θυμάμαι με μέγιστη απορία τις περίεργες αντιδράσεις των γυναικών κάθε Μεγάλη Τρίτη, όταν ο ψάλτης άρχιζε το τροπάριο της Κασσιανής.
   Στις εκκλησίες των χωριών, οι γυναίκες πάντα μουρμουρίζουν κατά τη διάρκεια τής λειτουργίας, ειδικά οι γερόντισσες. Άλλοτε σιγοντάρουν τον ψάλτη, άλλοτε ...
προλαβαίνουν την επόμενη φράση του τροπαρίου, άλλοτε λένε φωναχτά διάφορα «Κύριε Ελέησον» και «Θεέ μου συγχώρεσε με», συνοδεύοντας τα με σταυροκοπήματα και βαθιές μετάνοιες. Αυτοί οι ήχοι ήταν μέρος του ντεκόρ τής λειτουργίας και δεν παραξένευαν κανέναν μας.   
   Γι’ αυτό και τη Μεγάλη Τρίτη στρέφαμε έκπληκτοι τα κουρεμένα με την ψιλή κεφάλια μας, εξ’ αιτίας τού πρωτοφανούς και αλλόκοτου βρυχηθμού που ξέφευγε από το γυναικομάνι, μόλις άρχιζε να ψάλεται το «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα γυνή».
    Το περίφημο τροπάριο είχε μια πρωτοφανή επίδραση στο πίσω μέρος της εκκλησίας όπου βρισκόταν ο άτυπος γυναικωνίτης, καθώς η περιοχή μπροστά στο τέμπλο και δίπλα στα ψαλτήρια ανήκε εθιμικά στους άνδρες. Ένα παράξενο μείγμα αναστεναγμών, αγκομαχητών και ψιθύρων γεννιόταν από το πλήθος των γυναικών, περιπλανιόταν για λίγο σαν σύννεφο γεμάτο ενοχές και τύψεις ανάμεσα στα μαλλιά και τα τσεμπέρια τους κι έπειτα ανέθρωκε προς τον τρούλο της εκκλησίας, σα να έψαχνε διέξοδο προς έναν σπλαχνικό Θεό που ήξερε να συγχωρεί. Γυναικούλες τού χωριού ήταν, αγρότισσες, μανάδες, νοικοκυρές, γιαγιάδες, με ταπεινές ζωές σφραγισμένες από μικρές καλοσύνες και ασήμαντες αμαρτίες. Κι όμως μόλις άρχιζε ο ψάλτης, πεταγόντουσαν όλες μαζί πάνω σα να τις διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα, είτε ήταν νέες, είτε μεσόκοπες, είτε γριές.   
   Έσκυβαν το κεφάλι, κοκκίνιζαν λες και τις αιφνιδίαζε κάποια ανομολόγητη ανάμνηση, μερικές βούρκωναν στα μουλωχτά, άρχιζαν να κάνουν τον σταυρό τους με πρωτοφανή μανία και ξεκινούσαν μια μυστηριώδη προσωπική συνομιλία με το πάτωμα της εκκλησίας. Μια περίεργη βουή γέμιζε τον χώρο, βουή εσωτερική σα λυγμός αλλά και ευδιάκριτη σαν κραυγή που πνίγεται πριν βγει, σαν εξομολόγηση που γινόταν σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα. Εμείς, διαθέτοντας μόνο ένα αθώο παιδικό μυαλουδάκι, κοιταζόμασταν μεταξύ μας και αναρωτιόμασταν γεμάτοι απορία: «Μα τι πάθανε αυτές ξαφνικά;»
   Θα μαθαίναμε πολύ αργότερα… Για παράδειγμα, ότι ο τρόπος που η γυναίκα βιώνει το αμαρτωλό και το ευλογημένο, είναι πέραν του πεδίου της ανδρικής κατανόησης. Ότι επειδή ο ανδρικός και ο γυναικείος κόσμος είναι εντελώς διαφορετικοί, διαθέτουν άλλη κόλαση ο καθένας. Η γυναίκα ξέρει την ανδρική κόλαση, απλώς την καταφρονεί ως κατώτερη. Ο άνδρας αδυνατεί να καταλάβει τη γυναικεία κόλαση, καθότι περιέχει περισσότερες διαστάσεις εσωτερικότητας απ’ όσες αισθήσεις διαθέτει ο ίδιος. Πολύ αργότερα θα μαθαίναμε επίσης ότι σ’ οποιαδήποτε κόλαση σιγοβράζουν οι πράξεις της ψυχής και όχι των χεριών, το ζύγι που μετρά το βάρος τής αμαρτίας μας είναι αυστηρά προσωπικό κι όχι κοινό για όλους. Και ότι για την αποτίναξη του ή για τη συμφιλίωση μαζί του, δεν έχουμε να περιμένουμε βοήθεια από πουθενά.
   Ίσως γι’ αυτό, κάτι γέροι σοβαροί και ανέκφραστοι, έστρεφαν αργά-αργά προς τον σωρό των θηλυκών το κουρασμένο κεφάλι τους και το κουνούσαν ανεπαίσθητα πάνω-κάτω έχοντας στα μάτια το πιο σκοτεινό βλέμμα τής οικουμένης. Υπήρχε βέβαια επιτίμηση σ’ αυτό το βλέμμα για όσα ήξεραν ή φανταζόντουσαν ότι είχαν κάνει «αυτές εκεί πίσω». Υπήρχε όμως και μια κηλίδα κατανόησης για τους Δαιδάλους τού εσωτερικού κόσμου αυτών των μυστηριωδών πλασμάτων με τα οποία είχαν ζήσει όλη τους τη ζωή. Κυρίως όμως, στο βλέμμα τους πλανιόταν η ανακούφιση. Διότι ο Πατριάρχης Θεός τους, είχε φροντίσει να μην υπάρξει ένα αντίστοιχο τροπάριο της Κασσιανής για άνδρες, ώστε να τους αναγκάσει να ξεφύγουν από τη βολική ρηχότητα τού αρσενικού και να σκεφτούν…





του Δημήτρη Καμπουράκη protagon.gr